- μούχλα
- η прям. , перен. плесень; затхлость;
μυρίζω μούχλα — пахнуть затхлым, плесенью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυρίζω μούχλα — пахнуть затхлым, плесенью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μούχλα — Κοινή ονομασία πολλών κατώτερων φυτικών οργανισμών· γενικά πρόκειται για μικροσκοπικούς μύκητες που σχηματίζουν πάνω στις πιο διαφορετικές ουσίες (φρούτα, ψωμί, μαρμελάδες, χόρτα κλπ.) αποικίες, άλλοτε με μορφή βελούδινη και άλλοτε με ποικίλα… … Dictionary of Greek
μούχλα — η 1. μύκητες που αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες. 2. μτφ., πνευματική αδράνεια ή ηθική αποσύνθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουχλιάζω — (Μ μουχλιάζω και μοχλιάζω) [μούχλα] 1. καλύπτομαι από μούχλα 2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής αδράνειας, αχρηστίας ή στασιμότητας («θα μουχλιάσω από το καθισιό») νεοελλ. 1. μτφ. α) βρίσκομαι σε κατάσταση πνευματικής… … Dictionary of Greek
ξεμουχλιάζω — 1. καθαρίζω αντικείμενο από τη μούχλα, αφαιρώ τη μούχλα από κάτι ή από κάπου 2. απαλλάσσομαι από τη μούχλα 3. μτφ. (για πρόσ.) ανακτώ τη χαμένη μου ζωντάνια, αποδιώχνω τη χαύνωση, αναζωογονούμαι («είπα να βγω λίγο έξω να ξεμουχλιάσω») … Dictionary of Greek
μούχλιος — α, ο [μούχλα] αυτός που έχει προσβληθεί από μούχλα, μουχλιασμένος … Dictionary of Greek
Παστέρ, Λουί — (Pasteur, Louis, Ντολ, Ιούρας 1822 – Βιλνέβ, λ’ Ετάν Σεν ε Ουάζ 1895). Γάλλος βιολόγος και χημικός. Γιος μικροβιοτέχνη βυρσοδεψίας, εκδήλωσε από παιδί μεγάλη κλίση στο σχέδιο και στη ζωγραφική, αλλά σε ηλικία 19 ετών αποφάσισε να επιδοθεί… … Dictionary of Greek
μουχλιάζω — μούχλιασα, μουχλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να καλυφθεί από μούχλα: Η υγρασία μούχλιασε τον τοίχο. 2. αμτβ., καλύπτομαι από μούχλα: Το ψωμί μούχλιασε. 3. μτφ., αδρανώ σωματικά ή πνευματικά, παραμένω στάσιμος: Μούχλιασα τόσα χρόνια σ’ αυτό το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμουχλιάζω — ξεμούχλιασα, ξεμουχλιάστηκα, ξεμουχλιασμένος 1. μτβ., αφαιρώ τη μούχλα από κάπου ή από κάτι. 2. αμτβ., απαλλάσσομαι από τη μούχλα. 3. μτφ., αναζωογονούμαι: Βγες λίγο έξω να ξεμουχλιάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλμώ — ἁλμῶ ( άω) (Α) [ἅλμη] 1. είμαι ή γίνομαι αλμυρός 2. προσβάλλομαι από ερυσίβη (ένα είδος καπνιά ή μούχλα τών φυτών) … Dictionary of Greek
αμούχλιαστος — η, ο [μουχλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει μούχλα, που δεν μούχλιασε 2. αυτός που δεν υπόκειται σε μούχλιασμα … Dictionary of Greek
δείσα — δεῑσα, η (Α) μούχλα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. *gweidh ia ή *gweidh sa με αναγωγή σε ρίζα* gweid (h) «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ … Dictionary of Greek